heavyweight

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
heavyweight heavyweights

Ετυμολογία [επεξεργασία]

heavyweight < heavy + weight

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

heavyweight (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • heavyweight στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές[επεξεργασία]