historia

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
historia < histori + -a

Επίθετο

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική historia historiaj
αιτιατική historian historiajn

historia (eo)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

historia (es) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

historia (la) θηλυκό



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

historia (pl)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

historia (sv)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

historia (fi)