horlogerie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔʁ.lɔʒ.ʁi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
horlogerie horlogeries

horlogerie (fr) θηλυκό

  1. το ωρολογοποιείο
  2. το ρολογάδικο