hound
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hound (en)
- o σκύλος
- το κυνηγόσκυλο
Ρήμα[επεξεργασία]
hound (en)
- ζητώ με εμμονή κάτι από κάποιον, επιμένω ενοχλητικά, κυνηγώ
- quit hounding her to go out with you, she's not interested
- the paparazzi hounded the newlywed celebrity couple wherever they went