hunch
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hunch | hunches |
hunch (en)
- το προαίσθημα, καθετί που αισθάνεται κάποιος εκ των προτέρων ότι θα συμβεί
- ⮡ I got a lottery ticket because I had a good hunch.
- Πήρα ένα λαχείο, γιατί είχα καλό προαίσθημα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη premonition
- ⮡ I got a lottery ticket because I had a good hunch.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | hunch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hunches |
αόριστος | hunched |
παθητική μετοχή | hunched |
ενεργητική μετοχή | hunching |
hunch (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)