Μετάβαση στο περιεχόμενο

hunch

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /hʌntʃ/ & /hʌnʃ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hunch hunches

hunch (en)

  • το προαίσθημα, καθετί που αισθάνεται κάποιος εκ των προτέρων ότι θα συμβεί
      I got a lottery ticket because I had a good hunch.
    Πήρα ένα λαχείο, γιατί είχα καλό προαίσθημα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη premonition
ενεστώτας hunch
γ΄ ενικό ενεστώτα hunches
αόριστος hunched
παθητική μετοχή hunched
ενεργητική μετοχή hunching

hunch (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • κυρτώνω
      The cat hunched her back, ready to pounce.
    Η γάτα κύρτωσε τη ράχη της έτοιμη να ορμήσει.
     συνώνυμα: arch