hunch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
hunch hunches

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /hʌntʃ/ & /hʌnʃ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hunch (en)

  • το προαίσθημα, καθετί που αισθάνεται κάποιος εκ των προτέρων ότι θα συμβεί
    I got a lottery ticket because I had a good hunch.
    Πήρα ένα λαχείο, γιατί είχα καλό προαίσθημα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη premonition