hundred
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
hundred (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hundred | hundreds |
hundred (en)
- χαρτονόμισμα των εκατό δολαρίων
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
hundred (da)