Μετάβαση στο περιεχόμενο

hurlement

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hurlement < uslement < usler > hurler

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʔuʁ.lə.mɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hurlement hurlements

hurlement (fr) αρσενικό

  1. το ουρλιαχτό
  2. το τσιριχτό
  3. (μεταφορικά) το βουητό

Συγγενικά

[επεξεργασία]