husaro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | husaro | husaroj |
αιτιατική | husaron | husarojn |
husaro (eo)
- ο ουσάρος
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
husaro (io)
- ο ουσάρος