ουσάρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουσάρος οι ουσάροι
      γενική του ουσάρου των ουσάρων
    αιτιατική τον ουσάρο τους ουσάρους
     κλητική ουσάρε ουσάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ουσάρος < γερμανική Husar < ουγγρική huszár (ιππέας)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /uˈsa.ɾos/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ουσάρος αρσενικό

  1. (ιστορία) ιππέας του ουγγρικού στρατού
  2. στρατιώτης του ελαφρού ιππικού, σε ορισμένους στρατούς

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]