idiosinkrazio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- idiosinkrazio < idiosinkrazi- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | idiosinkrazio | idiosinkrazioj |
αιτιατική | idiosinkrazion | idiosinkraziojn |
idiosinkrazio (eo)