imbroglio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]imbroglio (en)
- η συγκεχυμένη, περίπλοκη κατάσταση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɛ̃.bʁɔ.ljo/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
imbroglio | imbroglios |
imbroglio (fr) αρσενικό
- η συγκεχυμένη κατάσταση