imbuvable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɛ̃.by.vabl/
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
imbuvable | imbuvables |
imbuvable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- μη πόσιμος
- (μεταφορικά) (οικείο) ανυπόφορος, που δεν τρώγεται