implosion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Implosion, implosión

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
implosion implosions

Ετυμολογία [επεξεργασία]

implosion < άμεσο δάνειο από την αγγλική implosion (1877) (μαρτυρείται από το 1897)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɛ̃.plo.zjɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

implosion (fr) θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]