impressão
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
impressão < λατινική impressio
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
impressão | impressões |
impressão (pt) θηλυκό