impressão
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
impressão | impressões |
impressão (pt) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
impressão | impressões |
impressão (pt) θηλυκό