Μετάβαση στο περιεχόμενο

impudence

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

impudence (en)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.py.dɑ̃s/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
impudence impudences

impudence (fr) θηλυκό