in doubt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]in doubt (en)
- (ιδιωματισμός) έχω απορία, είμαι αμφίβολος, αβέβαιος
- ⮡ If you are in doubt about something…
- Αν έχεις απορία για κάτι…
- ⮡ The viability of the business is in doubt.
- Η βιωσιμότητα της επιχείρησης είναι αμφίβολη.
- ⮡ If you are in doubt about something…