in good faith
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
in good faith (en)
- (ιδιωματισμός) καλόπιστα
- ↪ I accept that you acted in good faith.
- Δέχομαι ότι ενήργησες καλόπιστα.
- ≠ αντώνυμα: in bad faith
- ↪ I accept that you acted in good faith.