in bad faith
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
in bad faith (en)
- (ιδιωματισμός) κακόπιστα
- ↪ I accept that you acted in bad faith.
- Δέχομαι ότι ενήργησες κακόπιστα.
- ≠ αντώνυμα: in good faith
- ↪ I accept that you acted in bad faith.