in order that
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
in order that (en)
- (ιδιωματισμός, επίσημο) έτσι ώστε να, για να
- ↪ We left home early in order that we wouldn't have to drive after dark.
- Φύγαμε νωρίς απ' το σπίτι έτσι ώστε να μη χρειαζόταν να οδηγήσουμε μετά το σκοτάδι.
- ↪ I will pay now in order that I am sure that…
- Θα πληρώσω τώρα για να είμαι βεβαίως ότι…
- ↪ We left home early in order that we wouldn't have to drive after dark.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τον σύνδεσμο so that