incantation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

incantation < λατινική incantatio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /in.kænˈteɪ.ʃən/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

incantation (en)

  1. επωδή

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

incantation < λατινική incantatio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.kɑ̃.ta.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
incantation incantations

incantation (fr) θηλυκό

  1. επωδή