Μετάβαση στο περιεχόμενο

incentivize

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: incentivise
ενεστώτας incentivize
γ΄ ενικό ενεστώτα incentivizes
αόριστος incentivized
παθητική μετοχή incentivized
ενεργητική μετοχή incentivizing

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
incentivize < incentiv(e) + -ize (ΗΠΑ) / -ise (ΗΒ)

incentivize (en)