incivique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
incivique | inciviques |
Επίθετο[επεξεργασία]
incivique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ανάρμοστος, ανάγωγος (λέγεται για την αγωγή ενός πολίτη)