Μετάβαση στο περιεχόμενο

inconsistance

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
inconsistance inconsistances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

inconsistance (fr) θηλυκό

  1. η έλλειψη υπόστασης
  2. (μεταφορικά) η ασυνέπεια