indescriptible
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- indescriptible < in- + λατινική describere
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
indescriptible | indescriptibles |
indescriptible (fr) αρσενικό ή θηλυκό