indisputable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
indisputable (en)
- ολοφάνερα αληθινός, αναμφίβολος, αναντίρρητος, που δε χρειάζεται να συζητηθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
indisputable | indisputables |
Επίθετο[επεξεργασία]
indisputable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ολοφάνερα αληθινός, αναμφίβολος, αναντίρρητος, αδιαφιλονίκητος που δε χρειάζεται να συζητηθεί