Μετάβαση στο περιεχόμενο

indisputable

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

indisputable (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
indisputable indisputables

Επίθετο

[επεξεργασία]

indisputable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]