inherit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | inherit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | inherits |
αόριστος | inherited |
παθητική μετοχή | inherited |
ενεργητική μετοχή | inheriting |
Ρήμα
[επεξεργασία]inherit (en)
- κληρονομώ
- ↪ He inherited the house from his father.
- Κληρονόμησε το σπίτι από τον πατέρα του.
- ↪ He inherited the house from his father.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 452. ISBN 9780194325684., λήμμα: κληρονομώ