initialism

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
initialism initialisms

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
initialism < initial + -ism

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

initialism (en)

  • (γλωσσολογία) το αρκτικόλεξο, συντομογραφία που σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα πλήρων λέξεων
    ⮡  The initialism HTO stands for the Hellenic Telecommunications Organization.
    Το αρκτικόλεξο ΟΤΕ σημαίνει Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]