initialism
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
initialism | initialisms |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]initialism (en)
- (γλωσσολογία) το αρκτικόλεξο, συντομογραφία που σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα πλήρων λέξεων
- ⮡ The initialism HTO stands for the Hellenic Telecommunications Organization.
- Το αρκτικόλεξο ΟΤΕ σημαίνει Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος.
- ⮡ The initialism HTO stands for the Hellenic Telecommunications Organization.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη abbreviation