innéité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
innéité < inné

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
innéité innéités

innéité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]