insecurity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
insecurity | insecurities |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
insecurity (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ανασφάλεια, έλλειψη εμπιστοσύνης για τον εαυτό μου ή τις σχέσεις μου με άλλους ανθρώπους· κάτι που με κάνει να νιώθω έτσι
- ↪ a person full of insecurities - άτομο γεμάτο ανασφάλειες
- ↪ We all suffer from feelings of insecurity.
- Όλοι υποφέρουμε από αισθήματα ανασφάλειας.
- (μη μετρήσιμο) η ανασφάλεια, η κατάσταση να μην είμαι ασφαλής ή προστατευμένος
- ↪ job/social/financial insecurity - εργασιακή/κοινωνική/οικονομική ανασφάλεια