insecurity
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
insecurity | insecurities |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]insecurity (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ανασφάλεια, έλλειψη εμπιστοσύνης για τον εαυτό μου ή τις σχέσεις μου με άλλους ανθρώπους· κάτι που με κάνει να νιώθω έτσι
- ⮡ a person full of insecurities - άτομο γεμάτο ανασφάλειες
- ⮡ We all suffer from feelings of insecurity.
- Όλοι υποφέρουμε από αισθήματα ανασφάλειας.
- (μη μετρήσιμο) η ανασφάλεια, η κατάσταση να μην είμαι ασφαλής ή προστατευμένος
- ⮡ job/social/financial insecurity - εργασιακή/κοινωνική/οικονομική ανασφάλεια