Μετάβαση στο περιεχόμενο

insecurity

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
insecurity insecurities

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
insecurity < insecure + -ity

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

insecurity (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ανασφάλεια, έλλειψη εμπιστοσύνης για τον εαυτό μου ή τις σχέσεις μου με άλλους ανθρώπους· κάτι που με κάνει να νιώθω έτσι
      a person full of insecurities - άτομο γεμάτο ανασφάλειες
      We all suffer from feelings of insecurity.
    Όλοι υποφέρουμε από αισθήματα ανασφάλειας.
  2. (μη μετρήσιμο) η ανασφάλεια, η κατάσταση να μην είμαι ασφαλής ή προστατευμένος
      job/social/financial insecurity - εργασιακή/κοινωνική/οικονομική ανασφάλεια