insondable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
insondable insondables

Επίθετο

[επεξεργασία]

insondable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ανεξερεύνητος, αχανής
  2. απύθμενος