insouciant
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]insouciant (en)
- αμέριμνος, που δεν ανησυχεί για τίποτα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɛ̃.su.sjɑ̃/
Επίθετο
[επεξεργασία]insouciant (fr)
- αμέριμνος, που δεν ανησυχεί για τίποτα, ξένοιαστος, ανέμελος, ανέγνοιαστος, ξέγνοιαστος, ασκότιστος