insouciant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
insouciant (en)
- αμέριμνος, που δεν ανησυχεί για τίποτα
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
insouciant < in- + soucis + -ant
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.su.sjɑ̃/
Επίθετο[επεξεργασία]
insouciant (fr)
- αμέριμνος, που δεν ανησυχεί για τίποτα, ξένοιαστος, ανέμελος