αμέριμνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αμέριμνος, -η, -ο
- που είναι ξέγνοιαστος και χαλαρός ή πάντως ασχολείται με κάποια ζητήματα άσχετα από ένα κεντρικό πρόβλημα που τον/την απειλεί χωρίς να το ξέρει ακόμα. Η λέξη ξέγνοιαστος δεν υποδηλώνει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα που αγνοεί το άτομο ή το υποκείμενο.
- ⮡ Δούλευε αμέριμνος στο γραφείο του, όταν του τηλεφώνησαν ότι συνελήφθη ο γιός του
- ⮡ Περπατούσε αμέριμνη στο δρόμο, όταν την χτύπησε κεραυνός εν αιθρία