instrumentalist
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
instrumentalist | instrumentalists |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]instrumentalist (en)
- ο οργανοπαίκτης/η οργανοπαίκτρια, εκτελεστής μουσικού οργάνου
- ⮡ They set up a makeshift, wood podium for the instrumentalists.
- Έστησαν μια πρόχειρη ξύλινη εξέδρα για τους οργανοπαίκτες.
- ⮡ They set up a makeshift, wood podium for the instrumentalists.