Μετάβαση στο περιεχόμενο

instrumentalist

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
instrumentalist instrumentalists

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪnstrəˈmɛnt(ə)lɪst/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

instrumentalist (en)

  • ο οργανοπαίκτηςοργανοπαίκτρια, εκτελεστής μουσικού οργάνου
      They set up a makeshift, wood podium for the instrumentalists.
    Έστησαν μια πρόχειρη ξύλινη εξέδρα για τους οργανοπαίκτες.