insured
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
insured (en)
- ασφαλισμένος (που καλύπτεται από ασφαλιστικό συμβόλαιο)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
insured (en)