intéressement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
intéressement | intéressements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
intéressement (fr) αρσενικό
- η δημιουργία κινήτρων για τη λειτουργία μιας εταιρίας μέσω της συμμετοχής του προσωπικού στα κέρδη της