integral
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]integral (en)
- αναπόσπαστος, που είναι ουσιώδες μέρος κάτι
- ⮡ He’s an integral part.
- Είναι αναπόσπαστος μέρος.
- ⮡ He’s an integral part.
- (μαθηματικά) ολοκληρωτικός, ο αναφερόμενος στα ολοκληρώματα
- ⮡ integral calculus - ολοκληρωτικός λογισμός
- ⮡ integral equations - ολοκληρωτικές εξισώσεις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]integral (en)
- το ολοκλήρωμα