integral
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]integral (en)
- αναπόσπαστος, που είναι ουσιώδες μέρος κάτι
- ↪ He’s an integral part.
- Είναι αναπόσπαστος μέρος.
- ↪ He’s an integral part.
- (μαθηματικά) ολοκληρωτικός, ο αναφερόμενος στα ολοκληρώματα
- ↪ integral calculus - ολοκληρωτικός λογισμός
- ↪ integral equations - ολοκληρωτικές εξισώσεις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]integral (en)
- το ολοκλήρωμα