integral

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: intégral

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

integral (en)

  1. αναπόσπαστος, που είναι ουσιώδες μέρος κάτι
    He’s an integral part.
    Είναι αναπόσπαστος μέρος.
  2. (μαθηματικά) ολοκληρωτικός, ο αναφερόμενος στα ολοκληρώματα
    integral calculus - ολοκληρωτικός λογισμός
    integral equations - ολοκληρωτικές εξισώσεις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

integral (en)

Πηγές[επεξεργασία]