intégral
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- intégral < λατινική integralis
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɛ̃.te.ɡʁal/
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intégral | intégraux |
θηλυκό | intégrale | intégrales |
intégral (fr)