αναπόσπαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπόσπαστος < (ελληνιστική κοινή) ἀναπόσπαστος
Επίθετο[επεξεργασία]
αναπόσπαστος, -η, -ο
- (σπάνιο) που δεν έχει αποσπαστεί
- που δεν μπορεί ή δεν πρέπει να αποσπαστεί
- (ειδικότερα) που είναι τόσο αναγκαίος για κάτι ώστε αυτό να μην θεωρείται ολοκληρωμένο χωρίς αυτόν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπόσπαστος