interioro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

interioro < interior + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική interioro interioroj
αιτιατική interioron interiorojn

interioro (eo)

la interioro de la ĉambro estas tre bela, το εσωτερικό του δωματίου είναι πολύ ωραίο