interna
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interna | internaj |
αιτιατική | internan | internajn |
interna (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interna | internaj |
αιτιατική | internan | internajn |
interna (eo)