interrilato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interrilato | interrilatoj |
αιτιατική | interrilaton | interrilatojn |
interrilato (eo)
- η σχέση ανάμεσα σε δύο άτομα