Μετάβαση στο περιεχόμενο

interspécifique

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
interspécifique < inter- + spécifique

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
interspécifique interspécifiques

interspécifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με (δύο ή περισσότερα) διαφορετικά είδη και τις μεταξύ τους σχέσεις
  2. υβριδικό ζώο ή φυτό, υβριδικός

Παράδειγμα

[επεξεργασία]
  • NERICA