Μετάβαση στο περιεχόμενο

invasion

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
invasion invasions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

invasion (en)

  1. εισβολή



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
invasion invasions

invasion (fr) θηλυκό

  1. η εισβολή
  2. η επιδρομή