εισβολή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εἰσβολή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εισβολή οι εισβολές
      γενική της εισβολής των εισβολών
    αιτιατική την εισβολή τις εισβολές
     κλητική εισβολή εισβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εισβολή < αρχαία ελληνική εἰσβολή < εἰσβάλλω < εἰς + βάλλω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εισβολή θηλυκό

  • η ενέργεια του εισβάλλω
    1. η επίθεση ενός όγκου εχθρικών δυνάμεων που περνούν τα σύνορα και μπαίνουν σε μια χώρα με σκοπό τη λεηλασία ή τη μόνιμη κατάκτηση
      Η εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο το 1974
    2. η αιφνίδια και ορμητική είσοδος σε ένα χώρο
      Εισβολή αποστράτων στο Άμυνας - Διαμαρτυρία για τις συντάξεις * Χρειάστηκε η παρέμβαση του αρχηγού ΓΕΣ για να απομακρυνθούν. (από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011)
    3. (πληροφορική) η μη εξουσιοδοτημένη είσοδος σε ένα δίκτυο υπολογιστών
      εισβολή στους διακομιστές της εταιρείας Χ χτες από ομάδα χάκερ
    4. (μεταφορικά)
      η εισβολή ξένων λέξεων στο νεοελληνικό λεξιλόγιο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]