investituro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- investituro < investitur- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | investituro | investituroj |
αιτιατική | investituron | investiturojn |
investituro (eo)
- η ανακήρυξη κάποιου που κέρδισε κάποια θέση μετά από διαγωνισμό, εκλογές, κ.α.