invite
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | invite |
γ΄ ενικό ενεστώτα | invites |
αόριστος | invited |
παθητική μετοχή | invited |
ενεργητική μετοχή | inviting |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- invite < μέση γαλλική inviter < λατινική invito
Ρήμα
[επεξεργασία]invite (en)