invite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | invite |
γ΄ ενικό ενεστώτα | invites |
αόριστος | invited |
παθητική μετοχή | invited |
ενεργητική μετοχή | inviting |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- invite < μέση γαλλική inviter < λατινική invito
Ρήμα[επεξεργασία]
invite (en)
- προσκαλώ
- ↪ Even when they invited him, he still didn’t go.
- Και που τον προσκάλεσαν, πάλι δεν πήγε.
- ↪ Even when they invited him, he still didn’t go.