irresponsable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.ʁɛs.pɔ̃.sabl/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
irresponsable irresponsables

irresponsable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ανεύθυνος
  2. ακαταλόγιστος