island-hop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | island-hop |
γ΄ ενικό ενεστώτα | island-hops |
αόριστος | island-hopped |
παθητική μετοχή | island-hopped |
ενεργητική μετοχή | island-hopping |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
island-hop (en)
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ island-hop - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)