hop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- hop < (κληρονομημένο) μέση αγγλική hoppen < αγγλοσαξονική hoppien
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hop | hops |
hop (en)
- μικρό πήδημα, πηδηματάκι
- (δίκτυο υπολογιστών) το πέρασμα ενός πακέτου δεδομένων (packet) μέσω μιάς συσκευής δικτύου (network hardware)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | hop |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hops |
αόριστος | hopped |
παθητική μετοχή | hopped |
ενεργητική μετοχή | hopping |
hop (en)
- κάνω μικρό πήδημα
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επιφώνημα[επεξεργασία]
hop (fr)!
- χοπ!
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
- hop > (ηχομιμητική λέξη)
Επιφώνημα[επεξεργασία]
hop (fr)!
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Δίκτυο υπολογιστών (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Επιφωνήματα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (τουρκικά)
- Τουρκική γλώσσα
- Επιφωνήματα (τουρκικά)
- Αντίστροφο λεξικό (τουρκικά)