jimmy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jimmy (en)

  1. (αργκό) τσιγαριλίκι, μπάφος
  2. (ΗΠΑ) ο λοστός που χρησιμοποιεί ένας διαρρήκτης για να ανοίξει πόρτες και παράθυρα
     συνώνυμα: crowbar
  3. (αργκό) το πέος